Συνέντευξη : Ο Γιάννης Βασίλης Γιαγιάλι
Η γενοκτονία που έζησαν πριν από έναν αιώνα οι Έλληνες του Πόντου σκεπάστηκε με μια μακρά σιωπή. Σχεδόν εκατό χρόνια μετά οι σιωπές έσπασαν. Μια από τις βασικές αιτίες αυτής της σιωπής οφείλεται στο γεγονός ότι μεταξύ των συντελεστών της γενοκτονίας που βίωσαν οι Έλληνες, ήταν και η Δημοκρατία της Τουρκίας.
Οι γενοκτονίες των Αρμενίων και των Ασσυρίων πραγματοποιήθηκαν πριν από την εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, δηλαδή την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τελικά υπεύθυνοι ήταν το οθωμανικό κράτος και οι διαχειριστές του. Ως εκ τούτου στο θέμα αυτό, οι αξιωματούχοι της Τουρκικής Δημοκρατίας θα μπορούσαν ρίχνοντας την ευθύνη στο οθωμανικό κράτος να απαλλαγούν από το βάρος. Ενώ για τη γενοκτονία και τις απελάσεις που υπέστη ο ελληνικός λαός στον Πόντο, υπεύθυνοι ήταν οι ιδρυτές και διαχειριστές του σύγχρονου Τουρκικού Κράτους. Οι επιζήσαντες Έλληνες λόγω της συμφωνίας Ανταλλαγής έναν αιώνα πριν, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον Πόντο και όσοι έμειναν εξισλαμίστηκαν.
Εξ αιτίας όλων αυτών των γεγονότων, οι ιδρυτές της Δημοκρατίας μέσα στην οποία ζούμε με κανέναν τρόπο δεν μπορούσαν να κάνουν υποχωρήσεις προς τον ελληνικό λαό του Πόντου, γιατί κάνοντας υποχωρήσεις θα σήμαινε ότι οι κυβερνώντες θα έπρεπε να κριθούν, μιας και το σύγχρονο τουρκικό κράτος οικειοποιήθηκε τις περιουσίες των Ελλήνων.
Αυτή η κατάσταση της σιωπής επικρατούσε έτσι μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '90, παρόλο που οι περίοδοι αυταρχισμού και έντονης καταπίεσης των λαών παρήλθαν . Έναν αιώνα μετά, οι πληθυσμοί που διαχωρίστηκαν λόγω των βίαιων γεγονότων ξανασυναντιώνται και πραγματοποιούν μαζί αξιόλογες διεργασίες προσέγγισης του ζητήματος. Φυσικά, για την δημιουργία όλων αυτών των σχέσεων, υπάρχει ένα όνομα που ήταν το κλειδί για όλα αυτά. Ο Γιώργος Ανδρεάδης, ο οποίος παρόλα τα γεγονότα που βίωσε, αφιέρωσε όλη τη ζωή του στην ελληνο-τουρκική αδελφοσύνη και προσέγγιση. Αν και γεννήθηκε στην Ελλάδα και σπούδασε στη Γερμανία, το μυαλό και η σκέψη του ήταν στην προγονική του γη, τη Μαύρη Θάλασσα, στον Πόντο. Από τη δεκαετία του ’60 και μέχρι να ανακηρυχθεί ανεπιθύμητος «persona non grata» για την Τουρκία, είχε επισκεφθεί την Τουρκία 52 φορές ακριβώς. Την περίοδο 1991-1992, το βιβλίο του «Ταμάμα, Η χαμένη κόρη του Πόντου» τιμήθηκε με το βραβείο Αμπντί Ιπεκτσί. Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Γεσίμ Ουστάογλου (Yeşim Ustaoğlu) με την ταινία που είχε τίτλο «Περιμένοντας τα σύννεφα».
Ο Γιώργος Ανδρεάδης |
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε τον Γιώργο Ανδρεάδη. Ο Ανδρεάδης, με τα 22 βιβλία που έγραψε, εξιστόρισε σε όλους μας τα χρόνια της γενοκτονίας, τον καιρό της απέλασης και της ανταλλαγής, και για ό,τι συνέβη στη συνέχεια. Με την προσπάθεια του να αντιμετώπισει χωρίς εχθρότητες τη γενοκτονία του Πόντου, την απέλαση και την ανταλλαγή, για τους εξισλαμισμένους Ελλήνες του Πόντου, για όλους εμάς ήταν πηγή έμπνευσης, ήταν το φανάρι που φώτιζε το μαύρο σκοτάδι μέσα στο οποίο ζούσαμε. Η συνέργεια που δημιουργήθηκε δεν πήγε χαμένη… Εμείς οι εξισλαμισμένοι Έλληνες του Πόντου, αναλάβαμε τη «σημαία» όλων αυτών των προσπαθειών του, στις οποίες αφιέρωσε τη ζωή του.
Κατ΄αρχήν επηρέασε αρκετά την κατάσταση ο Ομέρ Ασάν όταν το 1996 δημοσίευσε το βιβλίο του «Ο πολιτισμός του Πόντου» (Pontos Kültürü). Και στη συνέχεια ο Σαϊτ Τσετίνογλου (Sait Çetinoğlu), ερευνητής και συγγραφέας έγραψε πολλά σημαντικά άρθρα σχετικά με το θέμα του Ελληνισμού του Πόντου, δημοσίευσε πολλά ουσιαστικά κείμενα. Επίσης, εκδόθηκαν βιβλία που ο ίδιος υποστήριξε.
Ο Ταμέρ Τσιλιγκίρ (Tamer Çilingir) δημοσίευσε το βιβλίο του «Η Αλήθεια στον Πόντο και τι συνέβη μεταξύ των ετών 1914- 1923». Ο Βαχίτ Τουρσούν (Vahit Tursun) δημοσίευσε - μετά από μακρόχρονη εργασία- το λεξικό Ποντιακά/ Ρωμέικα - Τουρκικά βασισμένο πάνω στη γλώσσα των Ελλήνων του Πόντου.
Η ιστορικός Ζεϋνέπ Τουρκγιλμάζ (Zeynep Türkyılmaz) πραγματοποίησε διάφορες μελέτες σχετικά με τον Ελληνισμό του Πόντου. Φυσικά, δεν πρέπει να λησμονούμε και τις δημοσιεύσεις εγγράφων, τις δημοσιεύσεις σε παράθυρα στο διαδίκτυο και τις εκδόσεις του εκδοτικού οίκου Heyamola. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τον Αττίλα Τουιγκάν (Attilla Tuygan), ο οποίος μετέφρασε πολλά έργα σχετικά με τους Έλληνες στα Τουρκικά.
Αυτοί οι εκδοτικοί οίκοι και αυτοί οι εργάτες βοήθησαν σημαντικά στην στην προσέγγιση του ζητήματος των εξισλαμισθέντων Ελλήνων. Στη συνέχεια, το 2016 πραγματοποιήθηκε στην Άγκυρα ένα συνέδριο για τη Γενοκτονία του Πόντου, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ορόσημο για τους εξισλαμισμένους Έλληνες. Εκεί σε διάφορα πάνελ πραγματοποιήθηκαν και πάλι εργαστήρια για τη γλώσσα. Επίσης όλες αυτές οι διεργασίες επηρέασαν μουσικούς και καλλιτέχνες, και ειδικότερα οι Αντέμ Εκίζ (Adem Ekiz), Απόλας Λέρμι (Apolas Lermi), συμπεριλαμβανομένης και της Μερβέ Τανρίκουλου (Merve Tanrıkulu) άρχισαν να τραγουδούν Ποντιακά / Ρωμέικα και λαϊκά τραγούδια. Άρχισαν να γίνονται μαθήματα για Ποντιακά / Ρωμέικα μέσα από διάφορες πλατφόρμες κοινωνικών μέσων.
Όλες αυτές οι διεργασίες και οι προσπάθειες ενεργοποίησαν δύο πληθυσμιακές ομάδες: Η πρώτη ομάδα ήταν οι απόγονοι των εξισλαμισμένων Ελλήνων, οι οποίοι μετά από όλες αυτές τις προσπάθειες αναθάρρησαν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πολλοί άρχισαν να ρωτούν και να αναλαμβάνουν δράση και να αναζητούν τις ρίζες τους. Αυτές οι αναζητήσεις μερικές φορές δεν απέδωσαν αποτελέσματα. Ενώ κάποιες άλλες φορές οικογένειες που πριν από έναν αιώνα χωρίστηκαν μεταξύ τους, ενώθηκαν μετά από μακρές αναζητήσεις. Καθώς μαθεύτηκαν αυτές τις εμπειρίες τους, κινητοποιήθηκαν ακόμα περισσότεροι άνθρωποι για να βρουν τις οικογένειές τους. Η δεύτερη πληθυσμιακή ομάδα, προερχόταν από εκείνους που έστησαν τις ζωές τους πάνω στην απουσία των Ελλήνων του Πόντου. Η ομάδα αυτή ανέλαβε δράση. Ξεκίνησαν διώξεις για πολλές έρευνες ακτιβιστών και επιπλέον υπήρξαν και εκείνοι που οδηγήθηκαν στα δικαστήρια, ακόμη και στις φυλακές. Αλλά δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τους πρώτους από τις ερωτήσεις που έθεταν και από τις απαντήσεις που αναζητούσαν για αυτές.Ο κοινωνιολόγος Ομέρ Καγιά, ο οποίος ορίζει τον εαυτό του ως έναν εξισλαμισμένο Έλληνα, παρακολουθώντας τη μοίρα της οικογένειάς του που είναι Έλληνες του Πόντου, υπογράφει μια μελέτη όπου αναφέρει: «Θα συνεχίσω να γράφω και να μεταφέρω την ιστορική εμπειρία. Επειδή καθώς γράφω , οι άνθρωποι βλέπουν ότι δεν είναι μόνοι τους και αντέχουν. Αυτές οι ιστορίες, που δεν βλάπτουν κανέναν, χαλαρώνουν αυτούς που τις κατέχουν καθώς τις αφηγούνται. Η διαδικασία αντιπαράθεσης δεν είναι εύκολη αλλά είναι μια διαδικασία. Και κάθε διαδικασία τελειώνει. Αυτή η ισχυρή επίδραση της μνήμης σε όσους βρίσκονται σε αδιέξοδο, η δύναμη ανάκλησης και ανάδυσης αυτής της μνήμης μπορεί να κινήσει και βουνά. Δημιουργεί την ευκαιρία να μπορείς να κλάψεις για τον πόνο των άλλων. Νομίζω ότι δίνει δυνατότητα να κατανοήσουμε τον πόνο του άλλου».
Μιλήσαμε με τον κοινωνιολόγο Μέρτ Καγιά για το βιβλίο του, το οποίο είναι και η μεταπτυχιακή διατριβή του, και το οποίο εκδόθηκε πρώτα στα τουρκικά και μεταφράστηκε μετά στα ελληνικά.
Αγαπητέ Μερτ Καγιά, πριν ξεκινήσουμε τις ερωτήσεις μπορούμε να σας γνωρίσουμε; Ποιος είναι ο Μερτ Καγιά, πού ζει σήμερα και με τί ασχολείται;
Γεια σας, είμαι ο Μερτ Καγιά. Γεννήθηκα στο Σμύρνη. Αποφοίτησα από Τμήμα Κοινωνιολογίας του ODTÜ (Orta Doğu Teknik Universitesi - Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Μέσης Ανατολής). Στη συνέχεια, με τη διατριβή μου με τίτλο «Ο εξισλαμισμός των Ελλήνων της Ανατολής μεταξύ 1919-1925: Μια ιστορία μνήμης», ολοκλήρωσα το μεταπτυχιακό μου στο τμήμα Πολιτιστικών Σπουδών και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο του Hacettepe. Είμαι στη διαδικασία που κάνω διδακτορική διατριβή στο τμήμα Επιστημών Επικοινωνίας του ίδιου πανεπιστημίου. Στόχος μου είναι μέσα απο τις μνήμες των εξισλαμισμένων Ελλλήνων να τους οδηγήσω στην αναζήτηση της ταυτότητάς τους. Για μια περίοδο, για 5 χρόνια περίπου, ανέλαβα διάφορα καθήκοντα σε μια ΜΚΟ που έκανε εργασίες σχετικά με πρόσφυγες. Αυτή τη στιγμή εργάζομαι ως ειδικός σε ένα ίδρυμα που δραστηριοποιείται στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς. Εξακολουθώ να ζω στη Σμύρνη.
Μερτ, πρώτα απ όλα, αν πρέπει να ρωτήσω για ποιόν λόγο η διδακτορική/μεταπτυχιακή εργασία σας έγινε βιβλίο, θα ήθελα να το ρωτήσω για εκείνους που δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο σας: Ποιο είναι το θέμα της διατριβής σας και τί σας ώθησε να επιλέξετε αυτό θέμα. Μπορείτε να μας εξηγήσετε εν συντομία;
Μερτ Καγιά |
Στο πλαίσιο της ιδέας της Εθνικής Αφύπνισης του Miroslav Hroch, το θέμα καταπιάνεται με τις ιστορίες και τις μνήμες των Ελλήνων εκείνων που δεν μπόρεσαν να πάνε στην Ελλάδα κατά τη διαδικασία ανταλλαγής, έμειναν στην Ανατολία και με τον καιρό εξισλαμίστηκαν. Ξεκίνησα αυτή τη δουλειά με βάση τη δική μου οικογενειακή ιστορία. Αυτή η φωτιά άναψε πριν από χρόνια, όταν ένας συγγενής μου πήγε στην Ελλάδα. Προηγουμένως δεν μπορούσα να βρω απαντήσεις στις ερωτήσεις μου. Τις ερωτήσεις που έθετα τις προσπερνούσαν. Είχα συγγενείς στην Ελλάδα, αλλά δεν υπήρχε καμία εξήγηση για το γιατί ήταν εκεί ή για το ποιοί ήταν. Είχα γαλουχηθεί με μια εθνικιστική αντίληψη της ιστορίας, άρχισα να αμφισβητώ την κατάσταση. Η οικογένειά μου ήταν από το Μπιτλίς, πώς μπορούσε να εξακριβωθεί το πώς πήγαν στην Ελλάδα; Το ενδιαφέρον μου μεγάλωσε στα χρόνια του γυμνασίου και του πανεπιστημίου. Κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών μου χρόνων, άρχισα να μελετώ και να κάνω έρευνα για τα δικαιώματα των εθνοτικών μειονοτήτων. Οι ερωτήσεις μου πολλαπλασιάζονταν. Τελικά, μπόρεσα να βρω τις απαντήσεις στις ερωτήσεις μου. Ο συγγενής μου, που πήγε στην Ελλάδα χρόνια πριν, με κάλεσε και είπε ότι θα μου τα πει όλα.Κατά τη διάρκεια της περιόδου ανταλλαγής, ο παππούς μας Ισαάκ ζούσε με την οικογένειά του στο χωριό Αϊντογντού (Aydoğdu) στην περιοχή Βεζίρκιοπρού (Vezirköprü) της επαρχίας της Σαμψούντας. Ήταν Έλληνες. Όταν αποφασίστηκε η ανταλλαγή, λόγω του πολυσύχναστου λιμανιού της Μπάφρας, εξορίστηκαν στην ανατολική περιοχή. Ο πατέρας τους είχε πεθάνει πιο νωρίς. Αυτοί που εξορίστηκαν στο Μπιτλίς ήταν μια μεγάλη ομάδα. Εγκαταστάθηκαν προσωρινά σε ένα Αρμενικό χωριό που είχε εκκενωθεί. Τον παππού μου Ισαάκ, σαν τον μεγαλύτερο άντρα του σπιτιού (12 ετών), τον έστειλαν σε με μια κουρδική οικογένεια για να εργαστεί εκεί και να φέρνει τρόφιμα στην οικογένειά του. Αφού έμεινε εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα, οι χωροφύλακες ήρθαν και τους είπαν ότι θα εξοριστούν στο Χαλέπι. Η μητέρα του Αναστασία είπε στους χωροφύλακες για το σπίτι όπου έμενε ο γιός της και πήγαν να τον πάρουν. Όταν ο παππούς μου είδε τους στρατιώτες, φοβήθηκε και το έσκασε και δεν μπόρεσαν να τον βρουν. Όταν οι στρατιώτες δεν μπόρεσαν να βρουν τον παππού μου, νόμιζαν ότι είχαν εξαπατηθεί, και ανάγκασαν την ομάδα να γυρίσει πίσω στον τόπο εξορίας και να τραβήξουν τον δρόμο τους, και ο παππούς μου έμεινε με αυτήν την κουρδική οικογένεια. Η κουρδική οικογένεια υιοθέτησε τον παππού μου και τον μεγάλωσε ως μέλος της οικογένειας.
Τη δεκαετία του 1960, ο Ιωάννης, ο μικρότερος αδερφός του παππού μου Ισαάκ, εκπληρώνοντας τη θέληση της μητέρας του, έρχεται στο Μπιτλίς για να βρει τον αδερφό του. Στο τέλος μιας μικρής έρευνας, οι άνθρωποι που ρώτησε λόγω της ομοιότητάς μεταξύ τους, πίστεψαν ότι ο παππούς μου Ισαάκ μπορεί να είναι ο αδερφός του Ιωάννη και έφεραν τα αδέλφια σε επικοινωνία. Μετά από 40 χρόνια, τα αδέλφια που είχαν ζήσει εντελώς διαφορετικές ζωές, συναντήθηκαν. Ο μεγάλος θείος μου ο Ιωάννης έμεινε για ένα διάστημα στο Μπιτλίς. Μετά, ένας γείτονας έκανε καταγγελία ότι «ήρθε ένας ξένος» και οι χωροφύλακες τον στείλανε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στην Ελλάδα. Αλλά η επικοινωνία μεταξύ των αδελφών είχε πια αρχίσει. Αντάλλαξαν επιστολές, αλλά δεν έγινε καμία αναφορά σε αυτή την κατάσταση. Ο παππούς μου ο Ισαάκ προειδοποίησε τα παιδιά του και τη γυναίκα του, και αυτή η ιστορία κρατήθηκε μυστική. Ο παππούς μου για οικονομικούς λόγους και λόγω κοινωνικής πίεσης χρειάστηκε να πάρει οικογένειά του και να πάει στη Σμύρνη. Στη δεκαετία του '80, όταν άρχισε να αρρωσταίνει, ο αδερφός του Ιωάννης ήρθε και πάλι να τον επισκεφτεί. Τα παιδιά επειδή πλέον είχαν μεγαλώσει αντιλαμβάνονταν τώρα την κατάσταση. Πήραν τον θείο τους και τον ξενάγησαν, πήγαν στην εκκλησία, δέθηκαν μεταξύ τους. Όταν ο παππούς μου Ισαάκ πέθανε, η επικοινωνία συνεχίστηκε μεταξύ των ανιψιών και των θείων τους. Χρόνια αργότερα, όταν ο μεγάλος θείος μας Ιωάννης αρρώστησε, η μεγάλη θεία μου, που ήταν μία από από τα ανίψια του, αποφάσισε να πάει στην Ελλάδα. Αυτό που άκουσα όταν ήμουν παιδί, ήταν αυτή η επίσκεψη στην Ελλάδα. Η επικοινωνία χάθηκε κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, όταν άλλαξαν οι αριθμοί των τηλεφώνων εκεί. Επειδή με ενδιέφερε το θέμα, η μεγάλη θεία μου μου τηλεφώνησε, ήθελε να με βοηθήσει και μου διηγήθηκε όλα όσα ήξερε. Όλη αυτή η περιπέτεια στην πραγματικότητα ξεκίνησε έτσι. Ήταν όμως αυτό ένα μεμονωμένο γεγονός; Πώς λειτούργησε η διαδικασία εξισλαμισμού; Μπορεί στην αρχή να ήταν οικογένειες; Θέτοντας ερωτήματα με πλημμύρισαν σκέψεις ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει μια εθνογραφική μελέτη, και έτσι ξεκίνησα το θέμα αυτό.
Και εγώ είμαι ένας από αυτούς που δεν μπόρεσαν να διαβάσουν το βιβλίο σας, αλλά επειδή συναντήθηκα μαζί σας πολλές φορές - συμπεριλαμβανομένου και ενός συνεδρίου- ξέρω τουλάχιστον ότι η ιστορία της διατριβής του βιβλίου στηρίζεται σε αυτοβιογραφικά στοιχεία. Γνωρίζω επίσης ότι αυτό το βιβλίο είναι το πρώτο ή το δεύτερο έργο που έγινε για τους απογόνους των Ελλήνων του Πόντου που έμειναν πίσω και έγιναν εξισλαμισμένοι Ρωμιοί, σωστά; Πού αποδίδετε ότι μέχρι τώρα δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες για αυτό το θέμα; Εκατό χρόνια μετά τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου βλέπουμε να αυξάνονται οι προσπάθειες σε αυτό το ζήτημα, τι λέτε για αυτήν την κατάσταση;
Είναι η πρώτη διατριβή για τους Έλληνες οι οποίοι κατά την περίοδο ανταλλαγής πληθυσμών έμειναν εδώ και εξισλαμίστηκαν. Προηγουμένως, πραγματοποιήθηκαν μελέτες από την Ζεϋνέπ Τουρκγιλμάζ (Zeynep Türkyılmaz), για τους Έλληνες του Πόντου που άλλαξαν πίστη όταν έγινε το διάταγμα για τη μεταρρύθμιση (ıslahat fermanı). Η ανταλλαγή είναι μια διαδικασία που πραγματοποιήθηκε με αμοιβαία συμφωνία. Οι συμφωνίες έγιναν, οι άνθρωποι σταλθήκανε και το ζήτημα φαίνεται σαν να έχει κλείσει. Συστηματικά και τεκμηριωμένη δράση για εξισλαμισμό όπως έγινε το 1915, δεν μπορούμε να δούμε, αλλά βλέπουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που παρέμειναν για λόγους όπως ο γάμος, η υιοθεσία και η εγκατάλειψη και ότι αυτοί οι άνθρωποι είτε με την αφομοίωση τους είτε με την παιδεία (καλλιέργεια), με την πάροδο του χρόνου γίνονται μουσουλμάνοι. Από την περίοδο των διαπραγματεύσεων κιόλας είναι ένα ζήτημα που δεν ανοίγει, και μπορούμε να πούμε ότι κουκουλώθηκε και δεν λειτούργησε, ειδικά επειδή η αυτή διαδικασία έγινε στα πρώτα χρόνια ίδρυσης της δημοκρατίας. Οι προσπάθειες για αυτό αυξάνονται και αυτοί που μιλάνε πολλαπλασιάζονται. Για αυτό το θέμα, ρωτώντας μετά από χρόνια ένα δάσκαλό μου, πώς δηλ. καταστέλλεται (πιέζεται) η μνήμη ως αποτέλεσμα τραύματος, μου απάντησε: «Η απάντηση έχει σχέση με τη φυσική. Όταν σκληραίνει κάτι πολύ, σπάει εύκολα». Τόσο πολύ σκλήρυνε αυτή η κατάσταση που ήταν αδύνατο να μην σπάσει. Οι άνθρωποι άρχισαν να μιλούν για να ρίξουν από πάνω τους αυτό το βαρύ φορτίο. Δεν υπάρχει καθεστώς στον κόσμο που να μπορεί να αντισταθεί στη μνήμη. Η μνήμη κάνει τους ανθρώπους πιο δυνατούς. Τώρα νομίζω ότι οι άνθρωποι ανακαλούν τη μνήμη τους και ενεργούν με τη δύναμη που τους δίνει. Μπορούμε να δούμε αυτές τις καταστάσεις και σε άλλες ομάδες εθνοτικών μειονοτήτων που ζουν στην περιοχή της Ανατολίας.
Από όσο γνωρίζουμε η κατάσταση σήμερα στην Τουρκία δεν είναι ρόδινη, στην πραγματικότητα μέρα με τη μέρα αυξάνεται ο αυταρχισμός και παρόμοιες προσπάθειες αντιπαράθεσης κατά το παρελθόν πολλές φορές τιμωρήθηκαν, εξ αιτίας αυτού οργανώθηκαν και πάλι εκστρατείες λιντσαρίσματος. Με τέτοιες συνθήκες το ότι επέλεξες τόσο για τη διατριβή σου όσο και για επεξεργασία στο βιβλίο σου ένα θέμα αντιπαράθεσης, δεν σε ανησύχησε καθόλου;Φυσικά και με ανησυχούσε. Ο στενός κύκλος μου, ακόμη και μερικοί από τους δασκάλους μου, έχουν εκφράσει πολλές φορές ότι δεν πρέπει να γράφω ή να εργάζομαι για αυτό το θέμα. Με τεράστια παραδείγματα. Είναι όμως προφανές, με μεγάλα παραδείγματα, ότι η λύση είναι η αντιπαράθεση. Πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Κάποιος έπρεπε να γράψει. Είναι κάτι που το λέω πάντα: Αν ήμουν ζωγράφος, θα το ζωγράφιζα, αν ήμουν συγγραφέας, θα έγραφα την ιστορία του, αν ήμουν σκηνοθέτης θα γύριζα σε ταινία και θα το εξιστορούσα και πάλι. Για να κάνει κάποιος μία ακαδημαϊκή μελέτη πρέπει να έχει έναν καημό. Ο δικός μου καημός ήταν αυτός. Επιπλέον, δεν ήταν μόνο δικός μου, αλλά ήταν ο καημός πολλών ανθρώπων. Όταν πήγα για πρώτη φορά στην Ελλάδα, αντίκρυσα τους συγγενείς μου. Και όταν πήγαμε στο χωριό, πολλοί άνθρωποι ήρθαν να με δουν. Δεν περίμενα ένα τέτοιο καλωσόρισμα. Πολλοί άνθρωποι άρχισαν να ρωτούν για τους συγγενείς τους. Αναφέρονταν στους θείους τους, στα ξαδέρφια τους, στα ανήψια τους που έμειναν στην Τουρκία. Δεν ήξεραν καν αν ήταν ζωντανοί. Τουλάχιστον ένα άτομο από κάθε οικογένεια έμεινε εκεί, είπαν. Όλοι μίλησαν για κάποιον συγγενή. Κάποιοι μάλιστα είπαν ότι ήταν σε επαφή με τους συγγενείς τους. Αυτή η ιστορία δεν ήταν μοναδική για εμάς. Ήταν μια πληγή. Γνώρισα στην Ελλάδα ηλικιωμένους να μαζεύουν τα φύλλα της λεμονιάς τους, που την είχαν φέρει από τον κήπο τους όταν έφυγαν από τη Σαμψούντα. Πήραν τη λεμονιά μαζί τους και τη φυτέψανε στον κήπο του νέου τους σπιτιού. Μετά από όλα αυτά, θα ήταν προδοσία να μην το λάβουμε υπόψη, να μη γράψουμε για αυτό, να μην γίνει ένα εργαλείο για τους ανθρώπους για την αντιμετώπιση του θέματος. Γι' αυτό αυτή η εργασία είναι ένας φόρος τιμής σε αυτούς που τράβηξαν όλα αυτά τα δεινά.
Πώς ήταν η περιπέτεια της διατριβής και του βιβλίου, του πρώτου σας βιβλίου από όσο ξέρω, το βιβλίο σας τράβηξε την προσοχή που θέλατε στην Τουρκία; Επίσης, πώς ήταν η αντίδραση των αναγνωστών ως προς το βιβλίο, το οποίο είναι το πρώτο που ασχολείται με αυτό το θέμα; Θα μπορούσατε να αναφερθείτε λίγο σε αυτό;
Πρώτα με πλησίασε ο ιδιοκτήτης των εκδόσεων Libra Kitap ο Ριφάτ Μπαλί (Rifat Bali). Όταν ο εκδοτικός οίκος Istos είπε ότι δεν μπορούσαν να δημοσιεύσουν το βιβλίο λόγω των οικονομικών τους συνθηκών, συμφώνησα με την Libra Kitap. Ο μοναδικός στόχος μου για να εκδώσω το βιβλίο, ήταν να μπορέσω προσεγγίσω άλλους ανθρώπους. Όταν βγήκε το βιβλίο, πήρα θετικά μηνύματα από ορισμένα περιοδικά, ειδικά από την εφημερίδα AGOS, και πραγματοποιήσαμε συνεντεύξεις. Πριν περάσει πολύς καιρός, άρχισαν να έρχονται μηνύματα στη διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και στο τηλέφωνό μου. Σχεδόν όλοι με ευχαριστούσαν και μου έδιναν συγχαρητήρια. Άρχισα να παίρνω μηνύματα από οικογένειες που μου έλεγαν ότι είχαν παρόμοιες ιστορίες. Υπήρχαν επίσης και εκείνοι που ήθελαν να έρθουν από την Ελλάδα και να βρουν τους συγγενείς τους. Μέχρι και σήμερα ακόμα έρχονται. Δεν έχω κανένα οικονομικό κέρδος από το βιβλίο. Δεν έχω πληροφορίες για το πόσο πουλάει, αλλά από τα μηνύματα και τα σχόλια βλέπω ότι προσέλκυσε την προσοχή των ανθρώπων. Το ότι εμφανίζεται πρώτη φορά μια τέτοια μελέτη κάνει επίσης την κατάσταση σοβαρή. Η προσπάθεια να αντιμετωπίσει και να ρίξει φως στην ιστορία ακόμη και εν μέρει, νομίζω ότι φαίνεται να εκτιμάται. Αυτό που δεν συζητιόταν είναι καλό το συζητήσουμε. Θα είναι ανακουφιστικό να το αντιμετωπίσουμε.
Μέρτ, μετά την Τουρκία το βιβλίο σου άρχισε να εκδίδεται και σε άλλες γλώσσες και σε άλλες χώρες, πριν μάθω τα συναισθήματά σου για αυτό το ζήτημα, από όσο γνωρίζω κομμάτι της οικογένειάς σου ζει στην Ελλάδα, και καθώς έτσι έχουν τα πράγματα, πώς ένιωσες με την πρώτη έκδοση του βιβλίου σου εκτός Τουρκίας , στην Ελλάδα;
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να ευχαριστήσω τον Γεώργιο Γεωργιάδη και τις Έκδοσεις Κυριακίδη. Ο Γεώργιος ήταν ο υποστηρικτής μου από την αρχή και αγωνίστηκε για να εκδώσει το βιβλίο στα ελληνικά. Όταν του έδωσα την απαιτούμενη αγγλική μετάφραση, ο εκδοτικός οίκος εντυπωσιάστηκε πολύ και εξέφρασε τη θέληση να το εκδώσει. Ήταν αξιοσημείωτο το ότι υπήρχε μια τέτοια μελέτη στην Τουρκία, το ότι κάποιοι μιλούν γι' αυτό, και επιπλέον το να έχει και ένα επιστημονικό υπόβαθρο. Η πρώτη ανακοίνωση για την έκδοσή του έγινε στις 19.04.2021 και κοινοποιήθηκε και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα μηνύματα δεν σταμάτησαν όλη την ημέρα. Αυτό το έργο, ήταν ένα διάβημα με τέτοια πτυχή. Μια προσπάθεια υπερπήδησης μιας μεγάλη τάφρου. Ένα σημάδι ότι ξεκίνησε μια απρόσκοπτη συζήτηση. Σε αυτό το σημείο, φυσικά και θα μεταφραζόταν πρώτα στα ελληνικά. Είμαι πολύ χαρούμενος για αυτήν την κατάσταση. Το βιβλίο το αφιερώνω πρώτα στον παππού μου τον Ισαάκ και μετά σε εκείνους που κατά την περίοδο ανταλλαγής τους αποχωρίστηκαν ο ένας από τον άλλο και έχασαν την ταυτότητά τους.
Τέλος, οι αναγνώστες την Ελλάδα πώς μπορούν να βρουν το βιβλίο που εκδόθηκε με τον τίτλο «Ο εξισλαμισμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας την περίοδο 1919-1925»; Πώς θα το προσεγγίσουν; μπορείτε να μας ενημερώσετε; θα συνεχίσετε να εργάζεστε για μελέτες σχετικές με τέτοιες αντιπαραθέσεις καθώς και για παρόμοια βιβλία;
Το βιβλίο θα είναι διαθέσιμο αυτήν την εβδομάδα διαδικτυακά στον ιστότοπο των εκδόσεων Κυριακίδη. Στη συνέχεια θα πάρει τη θέση του στα ράφια. Συνεχίζω τη διδακτορική μου μελέτη. Σύντομα θα προχωρήσω στη φάση να γράψω τη διατριβή μου, και αυτή τη φορά η πρόθεσή μου είναι να αυξήσω τις ιστορίες, σχεδιάζω να κάνω μια μελέτη για το ζήτημα των εξισλαμισθέντων Ελλήνων, την αλλαγή της ταυτότητάς τους μετά τα γεγονότα, την επίδραση της μνήμης στην ταυτότητα τους και την εθνική αναγέννησή της.
Πρώτα απ 'όλα, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω πολύ για μια τέτοια προσπάθεια σε μια τόσο δύσκολη περίοδο και αν υπάρχει κάτι που Θα θέλατε να προσθέσετε, ας γίνει εν συντομία και να ολοκληρώσουμε αυτήν τη συζήτηση.
Θα συνεχίσω να γράφω και να μεταφέρω την ιστορική εμπειρία. Επειδή καθώς γράφω , οι άνθρωποι βλέπουν ότι δεν είναι μόνοι τους και αντέχουν. Αυτές οι ιστορίες, που δεν βλάπτουν κανέναν, χαλαρώνουν αυτούς που τις κατέχουν καθώς τις αφηγούνται. Η διαδικασία αντιπαράθεσης δεν είναι εύκολη αλλά είναι μια διαδικασία. Και κάθε διαδικασία τελειώνει. Αυτή η ισχυρή επίδραση της μνήμης σε όσους βρίσκονται σε αδιέξοδο, η δύναμη ανάκλησης και ανάδυσης αυτής της μνήμης μπορεί να κινήσει και βουνά. Δημιουργεί την ευκαιρία να μπορείς να κλάψεις για τον πόνο των άλλων. Νομίζω ότι δίνει δυνατότητα να κατανοήσουμε τον πόνο του άλλου…
Hiç yorum yok:
Yorum Gönder