28 Eylül 2021 Salı

Μερτ Καγιά: Ενας θαρραλέος γείτονας – Γιατί οι άνθρωποι κρύβουν τις ιστορίες τους;

Ο Μερτ Καγιά είναι ένας διανοούμενος Τούρκος υπήκοος, ποντιακής καταγωγής με ελληνικές ρίζες. Αφορμή για τη συζήτησή μας είναι μια πρόσφατη μελέτη του, που είχε σαν αφετηρία μια προσωπική συνειδητοποίηση ταυτότητας

Τον απασχόλησε ο εξισλαμισμός Ελλήνων που ζουν στην Τουρκία αλλά δεν μπορούν να σβήσουν τις οικογενειακές μνήμες. Κάποιοι τον είπαν προδότη, αλλά αδιαφορεί. Το θέμα του είναι η αλήθεια.

Πρόσφατα εκδόθηκε στα Ελληνικά ως βιβλίο η μεταπτυχιακή σας διατριβή με τίτλο «Ο Εξισλαμισμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας την Περίοδο 1919-1925. Μια μελέτη μνήμης».

Πώς προέκυψε αυτή η έρευνα και τι πραγματεύεται;

Οταν ήμουν 10 ετών, μια θεία μου από την πλευρά της μητέρας μου ταξίδεψε στην Ελλάδα. Μας εξήγησαν πως το ταξίδι αυτό είχε καθαρά τουριστικό χαρακτήρα αλλά επειδή δεν ήταν νεαρή και ταξίδευε για πρώτη φορά σε μια ξένη χώρα, μου προκάλεσε το ενδιαφέρον. Οταν επέστρεψε μας κάλεσαν σπίτι κι εκεί άκουσα να μιλάνε για κάτι που αδυνατούσα να κατανοήσω. Επειτα ζήτησαν από τα παιδιά βγουν από το δωμάτιο κι άρχισαν να παρακολουθούν ένα βίντεο. Ακουσα θρήνους, επέστρεψα στο δωμάτιο και τότε είδα στην οθόνη έναν ηλικιωμένο άνδρα που χαιρετούσε και έλεγε στα τουρκικά κάποιες λέξεις όπως «μου λείπετε πολύ». Ρώτησα γι’ αυτόν αλλά δεν μου απαντούσε κανείς. Είπαν μόνο πως ο άνθρωπος αυτός είναι θείος μας. Θείος; Γιατί ζει στην Ελλάδα; Γιατί εκεί; Ρωτούσα αλλά δεν απαντούσε κανείς. Πρόλαβε να φύγει για εκεί εγκαίρως, μου είπαν, ωστόσο αν και παιδί καταλάβαινα πως κάτι περίεργο υπήρχε.

Στο λύκειο, το ενδιαφέρον μου για την Ιστορία μεγάλωσε. Διάβαζα πολύ. Ρωτούσα πάντα για τον θείο μας. Κάποτε, μου είπαν πως τον αιχμαλώτισε ένας Ελληνας στρατιώτης και τον έκανε χριστιανό. Ακουγόταν πιστευτό, αλλά ζούσαν στο Μπίτλις· δεν είχε σχέση η Ελλάδα με το Μπίτλις. Στο Πανεπιστήμιο, άρχισα να δουλεύω σε φοιτητικές ομάδες και προγράμματα για τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Διάβαζα πολύ. Υπήρχαν κάποια κενά στην ιστορία μας. Γιατί δεν ξέρουν; Εψαξα ακόμα ερισσότερο, αλλά δεν έλεγαν τίποτα και επαναλάμβαναν τις ίδιες εθνοκεντρικές ιστορίες. Δεν έλεγαν για τον Πόντο, τους Ελληνες, την Ανταλλαγή πληθυσμών κ.τ.λ. Μια μέρα, η θεία μου μού μήνυσε ότι χρειαζόταν βοήθεια. Είπε πως είχε ήδη κάποιες σχέσεις με τους συγγενείς μας στην Ελλάδα. Ομως, λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, έχασε την επαφή γιατί είχαν αλλάξει αριθμούς τηλεφώνων. Μου είπε την ιστορία, όπως την ήξερε. Οτι ο πατέρας της δεν ήταν από το Μπίτλις, αλλά από την Αμάσεια. Ο πατέρας της δεν ανέφερε ποτέ την οικογένειά του και είχε απαγορεύσει αυτές τις ερωτήσεις στο σπίτι. Μου είπε «ξέρω πως έχω έναν θείο στην Ελλάδα, αλλά δεν ξέρω λεπτομέρειες». Μου είπε, ακόμα, ότι ο θείος της είχε έρθει στην Τουρκία δύο φορές για να επισκεφθεί τον πατέρα τους, μια φορά στο Μπίτλις και μια στη Σμύρνη. Ο πατέρας της και ο θείος συναντιούνταν και είχαν επαφή. Αλληλογραφούσαν. Μου έδωσε τα γράμματα και τις φωτογραφίες που είχαν βγάλει μαζί. Τα γράμματα ήταν στα Τουρκικά, αλλά είχαν πάνω ταχυδρομικές διευθύνσεις. Είχα ήδη μάθει την ελληνική αλφάβητο για να διαβάζω και να μιλώ τα βασικά Ελληνικά. Αρχισα να ψάχνω στο διαδίκτυο και ειδικά στα social media. Η θεία μου μού είπε «ο θείος λέγεται Ιωάννης· υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, αλλά δεν ξέρω ποια είναι η σχέση μας, λέγονται Σοφία, Κάσσια, Φίλιππος και Τόμι». Ηταν κοινά ονόματα και ήταν δύσκολο να τους εντοπίσω. Τα επίθετα δεν τα θυμόταν. Είδα στο γράμμα «Ιωάννης Αναστασιάδης». Εκείνη την περίοδο είχα πάει στη Γερμανία με το πρόγραμμα Erasmus. Εστειλα μηνύματα στους ανθρώπους που είχαν κάνει tag τον εαυτό τους στο Λειβαδοχώρι, απ’ όπου προέρχονταν τα γράμματα. Μια γυναίκα μού απάντησε λέγοντας «δεν ξέρω» και με παρέπεμψε σε κάποιον που μιλούσε Τουρκικά. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας από τους συγγενείς μας.

Κι η ιστορία μας άρχισε κάπως έτσι. Εμαθα τις λεπτομέρειες, πώς οι στρατιώτες τούς ανάγκασαν να μεταναστεύσουν από το χωριό Aydoğdu στο Μπίτλις, πώς ζούσαν εκεί και πώς ο προπάππος μου ο Ishak έμεινε σε μια οικογένεια Κούρδων και έγινε μουσουλμάνος το 1924. Πώς συναντήθηκαν τα αδέρφια μετά από 40 χρόνια στο Μπίτλις και γιατί αποφάσισε ο παππούς Ishak να μετακομίσει στη Σμύρνη. Αρχισα να ψάχνω το θέμα ιστορικά, διάβασα πολλά έγγραφα, μιλώντας παράλληλα για την οικογενειακή μου ιστορία σε κάποια σχετικά συνέδρια, όταν μου τηλεφώνησαν κάποιοι από την Τουρκία για να ου αφηγηθούν τις δικές τους οικογενειακές ιστορίες, που ήταν παρόμοιες με τη δική μου. Αποφάσισα να γράψω τη διατριβή μου γι’ αυτές τις οικογενειακές ιστορίες επειδή δεν υπήρχε ίχνος γι’ αυτές στην τουρκική ιστοριογραφία, σύμφωνα την οποία, οι Ελληνες στάλθηκαν στην Ελλάδα στην περίοδο της ανταλλαγής πληθυσμών, εξαιρουμένων των κατοίκων Κωνσταντινούπολης, Ιμβρου και Τενέδου.
Καμία αναφορά στα υιοθετημένα παιδιά ή στα νεαρά κορίτσια που απήχθησαν από Τούρκους. Οταν επισκέφθηκα τους συγγενείς μου στην Ελλάδα, μου είπαν πως η οικογένειά μας δεν ήταν η μόνη που εξισλαμίστηκε κι ότι υπάρχουν πολλές ακόμα που είτε δεν το γνωρίζουν είτε δεν θέλουν να μιλήσουν. Κάθε οικογένεια άφησε κάποια μέλη της στην Τουρκία την περίοδο της ανταλλαγής, είπαν.

Στόχος της μελέτης μου είναι η δημοσιοποίηση αυτών των ιστοριών όπως τις μετέφεραν οι ίδιοι οι άνθρωποι, με τη μορφή ενιαίας αφηγηματικής ενότητας, ως προϊόν συνεντεύξεων με 6 άτομα, που επεδίωκε να κατανοήσει την ενθύμηση και τη λησμονιά. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε κυρίως στην Αγκυρα και τη Σμύρνη. Κάποιοι από τους συνεντευξιαζόμενούς μου ήταν τα παιδιά αυτών που έζησαν εκείνα τα γεγονότα και κάποιοι τα εγγόνια. Στη μελέτη, αναλύεται ιστορικά πώς το πλαίσιο του εθνικού κράτους και της απόφασης ομοιογενούς δομής της κοινωνίας, οδήγησαν σε αναγκαστική μετανάστευση, όπως και πώς ανιχνεύονται οι εμπειρίες της μετανάστευσης, της παραμονής, του εξισλαμισμού, της αφομοίωσης, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την «ανταλλαγή πληθυσμών».

Στη μελέτη, σύμφωνα με τις αυξανόμενες φωνές από το ερευνητικό πεδίο, δόθηκε προσοχή στο πώς αυτές οι περιπτώσεις κρύβονταν για χρόνια λόγω της κοινωνικής πίεσης, της διαδικασίας απόκτησης νέας ταυτότητας και του εξισλαμισμού, στην περίοδο αναζήτησης οικογενειακών ιστοριών και της αντιμετώπισής τους, στη συνειδητοποίηση της ιστορίας και τελικά, με την πάροδο του χρόνου, στην αλλαγή των υποκειμένων που συμμετείχαν στην έρευνα. Η δύναμη και οι πολιτικές πλευρές της μνήμης έχουν τη θέση τους στη διατριβή. Οι διαδικασίες αφομοίωσης και διαπολιτισμικότητας που βίωσαν οι οικογένειες αυτές συμπεριλήφθηκαν επίσης στην ανάλυση. Προφανώς, οι μνήμες των υποκειμένων της έρευνας είναι αρκετά ισχυρές για να καλύψουν τα κενά της μεταδιδόμενης ιστορίας.

Σήμερα πώς προσδιορίζετε την ταυτότητα σας και ποια τα συναισθήματα σας, μετά την ανακάλυψη του προσωπικού ιστορικού σας παρελθόντος ;

Πιστεύω ότι όλες οι ταυτότητες είναι τεχνητές, τις δημιουργούμε εμείς, η κοινωνία, ο πολιτισμός μας. Τα δημιουργούμε. Επιπλέον, σήμερα ως υποψήφιος διδάκτορας θέτω επίσης αυτήν την ερώτηση για το διδακτορικό μου έργο. Πως επηρεάζει η μνήμη την ταυτότητά μας; Πώς μας επηρέασαν αυτές οι ιστορίες; Νιώθω πως είμαι πολυπολιτισμικός κι αυτό με κάνει να νιώθω ελεύθερος. Δεν διστάζω να πω: «Είμαι Ελληνας Πόντιος ». Ζω και μεγαλώνω στην Τουρκία με την τουρκική κουλτούρα, όμως η καταγωγή μου, από την άλλη πλευρά, είναι ελληνοποντιακή. Προσπαθώ να γνωρίσω τον ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική γλώσσα. Λατρεύω να ακούω ελληνική μουσική και να είμαι πολυπολιτισμικός. Δεν ήταν ούτε δική μου, ούτε του προπάππου μου επιλογή. Το να έχεις πολλές ταυτότητες δεν σε εμποδίζει να δεις τα προβλήματα. Η ιστορία είναι γεμάτη από ανατριχιαστικά γεγονότα. Αν και νιώθω πολυπολιτισμικός, συνεχίζω να ψάχνω και να αγωνίζομαι για τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων στην Τουρκία. Είμαι πολυπολιτισμικός γιατί ο προπάππος μου έμεινε στην Τουρκία και εξισλαμίστηκε. Θα μπορούσαμε να μάθουμε και να βρούμε τους συγγενείς μας πολύ νωρίτερα, αλλά δεν μίλησε γι’ αυτό λόγω της κοινωνικής πίεσης. Θέλω να πω, πρέπει να επικρίνουμε αυτήν την κοινωνική πίεση. Πρέπει να ρωτήσουμε γιατί οι άνθρωποι κρύβουν τις ιστορίες τους; Λόγω του έργου μου, που επικεντρώνεται στους Ελληνες, κάποιοι με χαρακτηρίζουν ως Ελληνα πατριώτη ή ένα είδος προδότη που προσπαθεί να γεννηθεί μέσα από την ελληνική τέφρα. Στην πραγματικότητα, δεν με ενδιαφέρουν τα σχόλιά τους. Γεννήθηκα στην Τουρκία και μεγαλώνω με την τουρκική κουλτούρα, αλλά η καταγωγή μου είναι ελληνική. Το έργο κι ο αγώνας μου θα ολοκληρωθούν, όταν όλα τα μέλη της οικογένειάς μου και οι συγγενείς μου στην Τουρκία αποδεχτούν την ελληνική καταγωγή τους και πάψουν να κρύβονται.

Η διατήρηση της μνήμης δίνει μια αντικειμενική αντίληψη των γεγονότων ή όλα έχουν μια προσωπική αντίληψη που επηρεάζει τη ζωή των ανθρώπων; Τι μάθατε από τους ανθρώπους που μιλήσατε;

Αναμφίβολα, όλες οι αναμνήσεις είναι προσωπικές. Ωστόσο, κάποιες από αυτές διαμορφώθηκαν από το σύστημα. Η μνήμη έχει μεγάλη σημασία για τη ζωή των ανθρώπων. Θα πρέπει ωστόσο να θέσουμε πρώτα κάποιες βασικές ερωτήσεις. Γιατί ανάγκασαν τον εαυτό τους να ξεχάσει; Γιατί άρχισαν να μιλούν για τις οικογενειακές τους ιστορίες; Βάσει της τουρκικής ιστορίας, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι όλοι οι Ελληνες (εκτός από τα νησιά και την Κωνσταντινούπολη) έφυγαν από την Ανατολία στην περίοδο της Ανταλλαγής 1922-1924. Ωστόσο, ο προπάππος μου έμεινε και η ζωή του άλλαξε. Αρχισα να ψάχνω και να μιλάω για την οικογενειακή μου ιστορία. Οταν η ιστορία μου έγινε γνωστή σε όσους μελετούν τις εθνικές μειονότητες, άρχισαν να έρχονται σε επαφή μαζί μου. Ηταν πολλοί αυτοί που μου έστειλαν μηνύματα και μου μίλησαν για τις οικογενειακές τους ιστορίες. Πολλοί άρχισαν να μιλούν για τους ορφανούς προγόνους τους. Πού ήταν οι συγγενείς του παππού και της μητέρας τους; Μήπως εξισλαμίστηκαν κι αυτοί; Η μέθοδος μου είναι η καταγραφή της προφορικής ιστορίας. Στόχος μου, να καλύψω το κενό στην τουρκική ιστορία. Οπως και η οικογένειά μου, πολλοί Ελληνες έμειναν πίσω την περίοδο ανταλλαγής πληθυσμών και χωρίστηκαν από τις οικογένειές τους. Στην πλειοψηφία τους ήταν παιδιά. Παντρεύτηκαν με Τούρκους, άλλαξαν τα ονόματά τους, με την πάροδο του χρόνου άλλαξαν θρησκεία κι έχασαν την αρχική τους ταυτότητα. Η έρευνά μου καταδεικνύει ότι οι άνθρωποι άρχισαν να μιλούν για το παρελθόν τους. Σύμφωνα με τον Ρενάν, η λήθη είναι ένας κρίσιμος παράγοντας για τη δημιουργία του έθνους. Το τουρκικό εθνικό κράτος, όπως προανέφερα, ανάγκασε τους ανθρώπους να ξεχάσουν. Το ξύπνημα της μνήμης είναι μια απάντηση σήμερα. Η κατανόηση είναι πιο σημαντική από τη μνήμη, αλλά για να κατανοήσουμε, πρέπει πρώτα να θυμηθούμε. Οπως προείπα, όλες οι μνήμες είναι προσωπικές, αλλά τι γίνεται αν κάποιος σε αναγκάσει να ξεχάσεις; Από την άλλη πλευρά, τι είδους μνήμες υποχρεώθηκαν να ξεχάσουν; Στη μελέτη μου, κάποιοι είπαν ότι δεν γνώριζαν την πραγματικότητα για την καταγωγή και την οικογενειακή τους ιστορία. Είναι απόγονοι 3ης ή 4ης γενιάς, κι όμως άρχισαν να μιλούν για τις οικογενειακές τους ιστορίες. Κάποιοι άλλοι, ωστόσο, παρότι μου είχαν ήδη αφηγηθεί τις ιστορίες τους, δεν μου έδωσαν άδεια να τις δημοσιεύσω. Δεν είχαν θέμα να τις μοιραστούν μαζί μου, αλλά το να τις μοιραστούν με το κοινό. Κάτι που εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα για κάποιους.

Πώς ανταποκρίθηκε η τουρκική κοινωνία στην έρευνά σας και τι θα θέλατε να καταλάβουν οι Ελληνες αναγνώστες;

Η διατριβή μου δημοσιεύτηκε στα Τουρκικά το 2019. Ελαβα πολλά υποστηρικτικά μηνύματα, ενώ ήταν πολλοί αυτοί από την Τουρκία που μου έστειλαν μηνύματα και μοιράστηκαν τις ιστορίες της ελληνικής καταγωγής τους. Οι ομοιότητες παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στο να μοιραστεί κανείς τις μνήμες του. «Μπορώ να μοιραστώ μαζί σας τις αναμνήσεις μου γιατί έχετε την ίδια ιστορία και μπορείτε να με καταλάβετε», έλεγαν. Η αρμενική εφημερίδα AGOS στην Κωνσταντινούπολη, έβαλε τίτλο στο πρωτοσέλιδο τον τίτλο του βιβλίου μου και με προσκάλεσε σε ραδιοφωνική εκπομπή. Γενικά η ανταπόκριση με ενθάρρυνε. Ωστόσο, υπήρξαν και αρνητικές αντιδράσεις. Οταν υπέβαλα αίτηση για βοηθός έρευνας σε δύο διαφορετικά πανεπιστήμια στην Τουρκία, με απέρριψαν λόγω των έργων μου. Κάποια τοπική, εθνικιστική εφημερίδα από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας (Πόντος) δημοσίευσε το όνομά μου και με χαρακτήρισε ως «προδότη» λόγω των τοποθετήσεών μου σε διάφορα συνέδρια για τον Τοπάλ Οσμάν. Εκλεισα για ένα διάστημα τους λογαριασμούς μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λόγω απειλητικών μηνυμάτων. Βεβαίως, τα υποστηρικτικά μηνύματα ήταν περισσότερα από τα αρνητικά. Οταν επισκέφθηκα τους συγγενείς μου στην Ελλάδα, κάποιοι Ελληνες μου είπαν ότι έχουν συγγενείς στην Τουρκία, οι οποίοι δεν γνωρίζουν ότι έχουν ελληνική καταγωγή. Δεν έχουν σχέσεις μεταξύ τους. Εχουν περάσει 100 χρόνια από τότε, και σήμερα κάποιο εγγονάκι άρχισε να μιλά για την καταγωγή τους. Δηλαδή, οι Ελληνες είχαν δίκιο. Οι Ελληνες αναγνώστες πρέπει να καταλάβουν ότι οι συγγενείς τους που ζουν στην Τουρκία, είναι πλέον Τούρκοι και με τον καιρό εξισλαμίστηκαν.

Πηγή:

Hiç yorum yok:

Yorum Gönder